- λιθώδεις
- λιθώδηςlike stonemasc/fem acc plλιθώδηςlike stonemasc/fem nom/voc pl (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
окамененыи — (3*) прич. страд. прош. Затвердевший, окаменевший. Образн.: да не будеть… землѧ ср(д)ца ваше(г) терновата. лѣностию небреженьѥмъ. не творѧщи плода дх҃внаго. или ѡкаменена бестрашьѥмъ б҃жьимъ. СбУв XIV2, 65; встанѣмь пока˫аниемъ и трудомъ.… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
Αμφιρόη — η Βoτ. γένος Ροδοφυκών*, τής οικογένειας τών Κοραλλινιδών, που περιλαμβάνει θαλάσσια φύκη με θαλλό απασβεστωμένο, ο οποίος σχηματίζει λιθώδεις θηλοειδείς μάζες … Dictionary of Greek
λιθώδης — ες (AM λιθώδης, ῶδες) [λίθος] 1. όμοιος με πέτρα («Νιόβης αὐτῆς λιθωδέστερος», Ιω. Λυδ.) 2. γεμάτος πέτρες, πετρώδης («τόποι τραχεῑς καὶ λιθώδεις», Αριστοτ.) μσν. μτφ. σκληρόκαρδος, άπονος. επίρρ... λιθωδῶς (Α) όπως οι πέτρες … Dictionary of Greek
χεράς — άδος, ἡ, Α (κατά τον Ησύχ.) στον πληθ. χεράδες «αἱ τῶν χειμάρρων ποταμῶν λιθώδεις ἀθροίσεις». [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τής λ. χέραδος*, ο οποίος έχει σχηματιστεί υστερογενώς από έναν τ. χεραδος, ο οποίος έχει αναγνωσθεί είτε ως χέραδος τής αιτ. πτώσης… … Dictionary of Greek
αιολική διάβρωση — Η διαβρωτική ενέργεια που αναπτύσσουν οι άνεμοι κατά την κίνησή τους πάνω στην επιφάνεια της Γης, τροποποιώντας έτσι την εξωτερική μορφή των διάφορων εμφανίσεων των πετρωμάτων, κυρίως στις ερημικές θερμές περιοχές και σε μικρότερη κλίμακα σε… … Dictionary of Greek